θείτσα

θείτσα
η
υποκορ. τού θεία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *θει-ίτσα κατά προφύλαξη < θεία + υποκορ. κατάλ. -ίτσα (πρβλ. κιθαρ-ίτσα, ταβερν-ίτσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεία — θεία, η και θεια, η και (υποκορ.) θείτσα και θειάκω, η 1. αδελφή ή ξαδέλφη του πατέρα ή της μητέρας κάποιου. 2. προσφώνηση σε μια άγνωστη γυναίκα: Καλέ θείτσα. τα ό,τι αφορά το θεό, τα άγια, τα ιερά: Είναι βλάσφημος· βρίζει τα θεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”